πλημμελημα

πλημμελημα
    πλημμέλημα
    πλημ-μέλημα
    -ατος τό
    1) ошибка, неправильность
    

(τὰ εἴς τινα πλημμελήματα Aesch.)

    2) противозаконная нажива Isocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλημμελημα" в других словарях:

  • πλημμέλημα — fault neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμέλημα — το, ΝΜΑ [πλημμελώ] παράπτωμα, σφάλμα («τὰ εἰς τοὺς θεοὺς αὐτοῡ πλημμελήματα», Αισχίν.) νεοελλ. κάθε αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης 10 ημέρες έως 9 χρόνια ή ποινή χρηματική από 2.000 έως 1.000.000 δρχ., ή περιορισμό, άπ αόριστον συνήθως, σε… …   Dictionary of Greek

  • πλημμέλημα — το, ατος 1. παράπτωμα, σφάλμα, αμάρτημα. 2. (νομ.), παράνομη πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλημμελημάτων — πλημμέλημα fault neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελήμασι — πλημμέλημα fault neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελήμασιν — πλημμέλημα fault neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελήματα — πλημμέλημα fault neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελήματι — πλημμέλημα fault neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμελήματος — πλημμέλημα fault neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …   Dictionary of Greek

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»